ασυμπάθητος

ασυμπάθητος
και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ ἀσυμπάθητος, -ον) [συμπαθώ]
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος
1| νεοελλ.
1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός
2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσυμπάθητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”